- πανηγυρισμός
- πᾰνηγῠρ-ισμός, ὁ,A celebration of a πανήγυρις, LXX Wi.15.12, D.H.7.71, etc.; display, ostentation, Plu.2.791b, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανηγυρισμός — ο εορτασμός, εκδήλωση χαράς, ενθουσιασμού: Ο πανηγυρισμός της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης είναι τριήμερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανηγυρισμός — ο, ΝΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρικός εορτασμός, το να πανηγυρίζει κανείς κάτι ή το να πανηγυρίζεται κάτι αρχ. επίδειξη («καὶ ταῑς πράξεσιν ἀπηλλαγμένης πανηγυρισμοῡ καὶ δοξοκοπίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πανηγυρισμοῦ — πανηγυρισμός celebration of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρισμούς — πανηγυρισμός celebration of a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρισμῷ — πανηγυρισμός celebration of a masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρισμόν — πανηγυρισμός celebration of a masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
νικοτέλεια — νικοτέλεια, ἡ (Α) εορτασμός νίκης, πανηγυρισμός νίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νικοτελής < νίκη + συνδετικό φων. ο + τελής (< τέλος)] … Dictionary of Greek
ντονανμάς — και ντουνανμάς και ντουναλμάς, ο (Μ ντονανμάς και ντουνανμάς και ντουναλμάς) 1. στόλος 2. φωταψία, δημόσιος πανηγυρισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. donanma] … Dictionary of Greek
πανηγύρισμα — το, ΝΜΑ [πανηγυρίζω] πανηγυρισμός νεοελλ. μσν. εκκλ. επίσημος εορτασμός αγίου σε μια περιοχή … Dictionary of Greek
παράτα — η 1. στρατιωτική παράταξη ή παρέλαση, πομπή, πανηγυρισμός εορτής με τη συμμετοχή στρατιωτικού τμήματος 2. ειρων. θορυβώδης εμπαικτική παρέλαση για επιδοκιμασία ή συνήθως για αποδοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parata] … Dictionary of Greek